- ἑφθημιμερής
- ἑφθημιμερήςcontaining seven halvesmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εφθημιμερής — ές (ΑΜ ἑφθημιμερής, ές) 1. αυτός που περιέχει επτά ημίση (3 + 1/2) 2. (στη μετρική) το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐφθημιμερὲς (ενν. μέτρο) το μέτρο που περιέχει 3 1/2 πόδες, όπως είναι το αποτελούμενο από τους πρώτους 3 1/2 πόδες τού δακτυλικού εξαμέτρου,… … Dictionary of Greek
ἑφθημιμερῆ — ἑφθημιμερής containing seven halves neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἑφθημιμερής containing seven halves masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἑφθημιμερής containing seven halves masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑφθημιμερεῖ — ἑφθημιμερής containing seven halves masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἑφθημιμερής containing seven halves masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑφθημιμερές — ἑφθημιμερής containing seven halves masc/fem voc sg ἑφθημιμερής containing seven halves neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑφθημιμεροῦς — ἑφθημιμερής containing seven halves masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑφθημιμερῶν — ἑφθημιμερής containing seven halves masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τομή — Η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τέμνω (= κόβω). Στη μετρική ο όρος τ. δηλώνει τον χωρισμό μεταξύ δύο λέξεων που χρησιμεύει ως όριο μεταξύ δύο μετρικών μελών και που πραγματοποιείται φωνικά ως παύση στην εκφώνηση του στίχου. Στην κλασική μετρική … Dictionary of Greek
Гекзаметр — Гекзаметр, гексаметр, устар. ексаметр, ексаметрон, эксаметр, дактило хореический размер, шестеромерный стих (др. греч. ἑξάμετρον, от ἕξ «шесть» и μέτρον «мера») в античной метрике любой стих, состоящий из шести метров. В более… … Википедия
Цезура — Содержание 1 Цезура в метрике 1.1 Цезура в героическом гекзаметре … Википедия
εφθημιμερικόν — ἑφθημιμερικὸν (μέτρον), τὸ (Μ) [εφθημιμερής] το παροιμιακό … Dictionary of Greek